αντισυνταγματάρχης

αντισυνταγματάρχης
ο βαθμός ανώτερου αξιωματικού του στρατού ή της χωροφυλακής μεταξύ του ταγματάρχη και του συνταγματάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + συνταγματάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντισυνταγματάρχης — ο βαθμός ανώτερου αξιωματικού στο στρατό της ξηράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Greek military ranks — Modern Greek military ranks are based on Ancient Greek Byzantine terminology, even though the ranks correspond to those of other Western armies. For example, ancient hoplite unit of approximately 100 men, the lochos, is today the name for a… …   Wikipedia

  • Национальная гвардия Республики Кипр — Εθνική Φρουρά Эθники Фрура Национальная Гвардия Эмблема национальной гвардии Республики Кипр Страна …   Википедия

  • Comparative officer ranks of World War II — The following table shows comparative officer ranks of major Allied and Axis powers during World War II. For modern ranks refer to Comparative military ranks. KEY: Navy Army Air Force[1] Waffen SS/Allgemeine SS Generic ranks not specific to any… …   Wikipedia

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

  • καϊμακάμης — και καϊμεκάμης, ὁ (Μ καϊμακάμης) (στην Τουρκία) 1. (τίτλος ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου) τοποτηρητής, υποδιοικητής 2. αντισυνταγματάρχης τού τουρκικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaymakam] …   Dictionary of Greek

  • υποσυνταγματάρχης — ο, Ν (κατά την περίοδο τού Καποδίστρια) αντισυνταγματάρχης …   Dictionary of Greek

  • Βαλλιάνος, Θεόδωρος — (Ρωσία 1801 – Αθήνα 1857). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός και λόγιος. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Σπούδασε στη στρατιωτική Ακαδημία της Πετρούπολης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη θεολογία και τη λογοτεχνία. Υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό και… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμπα, Πιέτρο — (Pietro Gamba, Ραβένα 1801 – Μέθανα 1828;). Ιταλός φιλέλληνας. Πολέμησε με τον λόρδο Βύρωνα στην Ελλάδα ως αντισυνταγματάρχης του ελληνικού στρατιωτικού σώματος που είχε συγκροτήσει ο Άγγλος ποιητής. Ο Γ. αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Εθνική Άμυνα — Επαναστατικό κίνημα, το οποίο εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη, από τη στρατιωτική φρουρά της πόλης, τον Σεπτέμβριο του 1916. Το κίνημα στρεφόταν εναντίον της πολιτικής της κυβέρνησης της Αθήνας και του Στέμματος. Αρχηγοί του κινήματος ήταν ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”